ΒΟΥΡΝΑ ΚΑΙ ΞΥΣΤΡΟΣ
Η ξύλινη σκάφη ήταν ένα από τα απαραίτητα και πλέον διαδεδομένα σκεύη του κυπριακού μαειρκού, καθώς συνδεόταν με μία από τις βασικότερες μαγειρικές διαδικασίες, το ζύμωμα. Γνωστή ως βούρνα ή βουρνίν, ανάλογα με το μέγεθός της, η σκάφη είχε ορθογώνιο σχήμα, στρογγυλεμένη βάση και τοιχώματα με έντονη κλίση προς τα έξω.
Με την κατασκευή βούρνων καταγίνονταν τεχνίτες του ξύλου από τον ορεινό Μουτουλλά. Χρησιμοποιούσαν κορμούς πεύκων, τους οποίους έκοβαν στο μήκος της σκάφης. Ακολούθως μοίραζαν κάθε κομμάτι στα δύο και το λάξευαν εσωτερικά με ειδικό εργαλείο, το κουδούτζιν, διαμορφώνοντας τη σκάφη. Κατά μήκος των ακμών των πλάγιων πλευρών του σκεύους σχημάτιζαν συνήθως καμπύλες προεξοχές, οι οποίες διακοσμούσαν το αντικείμενο και παράλληλα βοηθούσαν στο πιάσιμό του.
Ορισμένα νοικοκυριά διέθεταν δύο σκάφες διαφορετικού μεγέθους. Στο μικρότερο βουρνίν έφτιαχναν μικρές ποσότητες ζύμης ή ζύμωναν το προζύμι, αφήνοντάς το να μπει (να φουσκώσει) κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την επόμενη μέρα, ξεκινούσαν το ζύμωμα στη μεγαλύτερη, καθαρή βούρνα. Κατά την ετοιμασία των αρτοσκευασμάτων, ακόμη και τα τελευταία υπολείμματα ζυμαριού μαζεύονταν από τα τοιχώματα της βούρνας με την στρέφα ή τον ξύστρο, μικρή μεταλλική σπάτουλα με λεπτή λαβή και τοξωτή, επίπεδη επιφάνεια με ευθεία απόληξη στο μπροστινό μέρος.
Εκτός από τη λειτουργία της ως μαγειρικό σκεύος, λόγω του σχήματος και της μορφής της η βούρνα χρησίμευε επίσης ως κούνια βρεφών.