ΚΟΥΤΑΛΑ
Βασικό βοηθητικό σκεύος της κυπριακής κουζίνας ήταν η κουτάλα, η οποία χρησίμευε στην ανάδευση κατά το μαγείρεμα, καθώς και στο σερβίρισμα του φαγητού. Σε γραπτές πηγές του 18ου και 19ου αιώνα αναφέρονται συχνά σιδεροχουλιάρες, δηλαδή σιδερένιες κουτάλες. Στα νεότερα χρόνια, οι κουτάλες κατασκευάζονταν κυρίως από χαλκό. Είχαν μακριά λαβή και το μπροστινό μέρος τους μπορούσε να είναι είτε κυκλικό, σχεδόν επίπεδο και τρυπητό (διάτρητο), ή κουππωτό (ημισφαιρικό) και χωρίς οπές, ειδικά για φαγητά παρασκευασμένα με διαφόρων τύπων ζωμό. Η λαβή των κουτάλων συνήθως απέληγε στην κορυφή της σε μικρό άγκιστρο για κρέμασμα από καρφί, οριζόντιο σχοινί ή εσοχή του τοίχου. Ένα νοικοκυριό συνήθως διέθετε τρεις κουτάλες: δύο τρυπητές (μια μεγάλη και μια μικρότερη), καθώς και μια κουππωτή. Η μεγάλη, τρυπητή κουτάλα χρησίμευε κατά την παρασκευή των χαλουμιών και άλλων φαγητών που μαγειρεύονταν σε ποσότητα, όπως το πουργούρι. Ξύλινες κουτάλες χρησίμευαν για το ανακάτεμα του τραχανά και άλλων τροφίμων.