ΚΟΣΣΙΝΟ
Σημαντική κατηγορία σκευών κουζίνας του κυπριακού μαειρκού αποτελούσαν τα κόσσινα (κόσκινα), τα οποία χρησιμοποιούνταν για το καθάρισμα οσπρίων, διαφόρων σπόρων και αλεύρου. Τα κόσσινα είχαν κυκλικό σχήμα και αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο, το υλάριν, στο οποίο εφάρμοζε και στερεωνόταν δέρμα, λεπτό ύφασμα ή μεταλλικό έλασμα (τενεκές). Στα διάφορα είδη κοσκίνων, τα οποία διέφεραν ανάλογα με τη μορφή και τη χρήση τους, περιλαμβάνονταν:
-
Το αρβάλιν ή αρκόν, κόσκινο με μεγάλες τρύπες. Ήταν κατασκευασμένο από δέρμα προβάτου ή μέταλλο και χρησίμευε για το καθάρισμα του σιταριού, του κριθαριού ή άλλων σπόρων από διάφορες ακαθαρσίες (πέτρες, στάχυα και άλλα). Ανάλογα με το είδος του σπόρου διέφερε και το μέγεθος των τρυπών του κόσκινου.
-
Το πατούριν, κόσκινο με μικρές τρύπες. Ήταν καμωμένο από δέρμα προβάτου ή συνήθως τενεκέ και χρησίμευε για διάφορες εργασίες, όπως το καθάρισμα οσπρίων και το άσπρισμα του σησαμιού και το κούλιασμαν (σούρωμα) της σάρζας (πάστας ντομάτας). Συχνά, σε κόσκινα του συγκεκριμένου τύπου από τενεκέ, οι οπές ήταν διατεταγμένες ούτως ώστε να σχηματίζουν διακοσμητικά-συμβολικά μοτίβα, όπως σταυρούς ή ρόδακες.
-
Η σήτα ή τατσιά, κόσκινο από δέρμα στα άκρα και λεπτό μεταξωτό ύφασμα στο κέντρο, για καθάρισμα του αλεύρου από τα πίτουρα. Ονομαζόταν και αλευρικόν.
-
Η ταμπουτσιά, κόσκινο από δέρμα προβάτου χωρίς τρύπες, για μάζεμα του κοσκινισμένου αλεύρου καθώς και για διάφορες άλλες αγροτικές εργασίες. Η ταμπουτσιά χρησιμοποιήθηκε, παράλληλα, και ως μουσικό όργανο.
Τεχνίτες γνωστοί για την κατασκευή κοσσίνων ήταν οι μάντηες, δηλαδή οι γανωματήδες.