ΚΟΡΥΠΑ
Η κορύπα ήταν πήλινο αποθηκευτικό σκεύος εν είδει στάμνας με ψηλό, στενό λαιμό και δύο κάθετες λαβές. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, σε κορύπες αποθήκευαν λάδι, βούτυρο και νερό. Στα νεότερα χρόνια, σκεύη του συγκεκριμένου τύπου χρησιμοποιήθηκαν κατεξοχήν για την αποθήκευση, αλλά και τη μεταφορά νερού στα χωράφια, ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο εργασίας των γεωργοκτηνοτρόφων και των τεχνιτών. Ο στενός λαιμός του αγγείου συνδέεται με τη λειτουργία του ως σκεύος μεταφοράς.
Στην Πάφο η ονομασία κορύπα χρησιμοποιήθηκε εναλλακτικά για την κούζα και τη βάττα. Στην Αμμόχωστο, γνωστό κέντρο αγγειοπλαστικής της Κύπρου, κατασκευάζονταν δύο διαφορετικά είδη αγγείων για την αποθήκευση και τη μεταφορά νερού: η κούζα και η κορύπα. Όπως και η κούζα, η κορύπα διέθετε δύο φκια (λαβές) αλλά πιο στενό λαιμό, και κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη: τη μέζαν, τη μεζοξόπρωτη και την ξόπρωτη, η οποία έφτανε σε ύψος τα 75 εκατοστά. Μετά το 1950, η κορύπα ήταν γνωστή και ως η κούζα στενόλαιμη. Ονομαζόταν επίσης και λαηνόβαττα.
Η κορύπα του Μουσείου Μέλισσας και Κεντήματος κατασκευάστηκε στην Αμμόχωστο και χαρακτηρίζεται από το ανοικτό χρώμα του πηλού της. Κάτω από τις λαβές, κοντά στο πλατύτερο σημείο του σώματος, περιτρέχεται από κυματιστή ταινία με πυκνές, παράλληλες γραμμές (χτενιστή διακόσμηση).