ΔΑΜΙΝΤΖΑΝΑ ΚΑΙ ΧΩΝΙ
Με την ονομασία δαμιντζάνες ή λαμιντζάνες (ελλ. νταμιτζάνες, από το ιταλικό damegiana) ήταν γνωστά διαφόρων τύπων και μεγεθών γυάλινα σκεύη με ευρύ σώμα και στενό λαιμό, τα οποία περιβάλλονταν με καλαθόπλεκτο δίχτυ για σκοπούς προφύλαξης του περιεχομένου τους. Αρκετές φορές, από το ίδιο υλικό του προστατευτικού πλέγματος σχηματίζονταν λαβές, για την ευκολότερη μετακίνηση των σκευών. Ψάθινο πλέγμα κάλυπτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και το πώμα της δαμιντζάνας.
Οι δαμιντζάνες χρησίμευαν για την αποθήκευση υγρών που συνήθως δεν τοποθετούνταν σε πορώδη, κεραμικά αγγεία, όπως το λάδι, το κρασί, το ξίδι και η ζιβανία, ένα παραδοσιακό κυπριακό απόσταγμα, το οποίο παράγεται από στέμφυλα και χαρακτηρίζεται από ψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Σε δαμιντζάνες αποθηκευόταν και το ροδόσταγμα. Για τη διατήρηση του εκλεκτού αρώματος του ροδοστάγματος, οι δαμιντζάνες έκλειναν με φελλό και τοποθετούνταν σε σκοτεινό μέρος, στο σσώσπιτο (εσωτερικό, αποθηκευτικό χώρο του σπιτιού).
Για τη μετάγγιση των υγρών στις δαμιντζάνες, καθώς και σε άλλου τύπου δοχεία με στενό άνοιγμα, χρησιμοποιούνταν χωνιά, τα οποία ήταν συνήθως μεταλλικά ή από κομμένη κολοκύθα. Δείγμα μεταλλικού χωνιού περιλαμβάνεται στη συλλογή του Μουσείου Μέλισσας και Κεντήματος. Διαθέτη λαβή στο πάνω μέρος του και πυκνό, διάτρητο πλέγμα στην κορυφή του κυλινδρικού σωλήνα, προφανώς για καθάρισμα των υγρών από ακαθαρσίες.